- κουνώ
- -άω (Μ κουνῶ, -άω)κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο»)νεοελλ.1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω»)2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει»)3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα»)4. μέσ. κουνιέμαια) βιάζομαι, κάνω γρήγορα («κουνήσου, γιατί θα χάσουμε το τρένο»)β) βρίσκομαι σε ζωτικότητα ή σε δραστηριότητα («άρχισε να κουνιέται λίγο η δουλειά τους»)γ) λυγίζω προκλητικά το σώμα καθώς περπατώ, ακκίζομαι5. φρ. «κουνήσου απ' τη θέση σου» — προτροπή για σιωπή προς αυτούς που προλέγουν κακά6. παροιμ. α) «όσο τά κουνάς θολώνουν» — όσο ερευνάς ύποπτες υποθέσεις τόσο ανακαλύπτεις μεγαλύτερες βρομιέςβ) «όποιος κουνιέται δεν πεθαίνειαυτός που εργάζεται, που βρίσκεται σε δραστηριότητα, ζει, επιβιώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κινῶ, πιθ. με επίδραση τής λ. κούνια].
Dictionary of Greek. 2013.